|
αόρ. от αναγιγνώσκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανέγνωσα? — — Απριλιανός — βάγια — δαιμονολόγος — αφιλόκαλος — υδροπλανοφόρο — ξερογλείφομαι — επιφυτία — παρερμηνεία — φτυάρισμα — προαναγγέλλω — τρύγος — υπομονή — παρακμάζων — προσήλυτος — κλεισιάδα — τσούχτρα — αντιμεταθέτω — χαλκωματάς — ομμάτιον — μεσιακάρης — ξασπρουλιάρης |
|||