|
το 1) животное; скотина; αροτριώντα κτήνη — рабочий скот; 2) бран. скотина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово животное? — κτήνος как на (ново)греческом будет слово скотина? — κτήνος как на (ново)греческом будет слово скотина? — κτήνος как с (ново)греческого переводится слово κτήνος? — животное, скотина, скотина — περιφρονητός — οικίζω — δετήρας — εμφανίζω — προβληματικός — σάπισμα — αμπαλάρισμα — δεκατημόριο — αντιπροσωπευτικά — γαλαξιακός — κατασφάζω — αιμορροώ — εξοικειώνω — μονοτονία — αυχενικός — ζαντολάστιχο — αμαξόθυρα — καταλύτρα — ουρογεννητικός — πετραχήλι — μαλλιοτραβιέμαι |
|||