|
η большая ветка; === τούς πήρε μέ τήν ~ — [phrase]он выгнал их в два счёта[/phrase]; πού τήν πας τήν ~; — [phrase]кому ты это говоришь?[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово большая ветка? — κλάρα как с (ново)греческого переводится слово κλάρα? — большая ветка — σαγόνι — ηλεκτροφόρον — ακριδοπαθής — παρακολούθηση — εικόνισμα — λιγοστός — κάρυον — ιστολογικός — μπιμπελό — μοσκοβολιά — φιλτράρισμα — εμπρεσσιονίστρια — τεκτονισμός — αεροπρόσκοπος — Μογγόλα — εφημέριος — τυρέμπορος — ιστιοφόρος — εξιλεώνω — άκληρος — πώντσι |
|||