Новогреческий словарь
κλάρα
κλάρα
η
большая ветка
;
===
τούς πήρε μέ τήν ~ — [phrase]он выгнал их в два счёта[/phrase]
;
πού τήν πας τήν ~; — [phrase]кому ты это говоришь?[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
большая ветка
? —
κλάρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλάρα
? — большая ветка
#
(ново)греческий словарь
—
μπάκας
—
θεοφάνερος
—
ατμοσύρτης
—
επιγάστριον
—
ψυχολογοκρατία
—
συνεφέρνω
—
ασήκης
—
σωφροσύνη
—
ατρύπωτος
—
βαριοήσκιωτος
—
Απριλιανός
—
ταπεινοφρονώ
—
εξερευνητής
—
παραδειγματικώς
—
ψιλόβροχο
—
μονολιθικότητα
—
ασθενοφόρο
—
ευηκοΐα
—
φάλτσο
—
ελεώ
—
φωτογενής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве