|
το заклинание; κάνω ~α — заклинать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заклинание? — ξόρκι как с (ново)греческого переводится слово ξόρκι? — заклинание — απρόσδεκτος — ενδιάμεσος — πυκνόφυλλος — σούφρωμα — αναλύσιμος — ξέγνοιαστα — υδατομετρικός — φασίολος — γρούζο — μπενζίνο — φαντασιοκοπώ — ανόρθωση — αγγουροντομάτα — κοκκορετσάς — νωτιάς — ευθύδρομος — ανιστόρητος — συμφιλιωτικά — περιλαβαίνω — παραπονιάρικος — ευκαριωτικά |
|||