|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναγορευτικός? — — αδήμευτος — ληψοδοσία — οδοντιατρείο — ακαθάριστος — αμοιβή — μουτράκι — μετανοώ — χαζοκουβέντα — ξανανιωμένος — βαροθερμογράφος — αρμοστής — πνευμονογραφικός — ευπαθής — Βελζεβούλης — άπωση — αποδημητικός — μ.μ. — ακρόπρωρον — αθρήνητος — τεταγμένη — συσκευασία |
|||