|
длиннолицый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово длиннолицый? — μακροπρόσωπος как с (ново)греческого переводится слово μακροπρόσωπος? — длиннолицый — προσωπάρχης — γκρεμίζω — εξαντλούμαι — κουμάσι — ευφημίζω — αδιάκριτος — προδιόρθωση — παρόρμηση — εσώβρακο — αντικειμενικός — νοννά — μετοχιάριος — ευχάριστος — ανεξέρασμα — πανημερία — καντηλιέρης — λαβαίνω — λεπτόρρευστος — λεπρός — ορχεοκήλη — αλεξήνεμον |
|||