|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αντίγραφον? — — αλγεινός — ανισομερώς — διαμετρητήρας — σύρμα — φαρμακευτική — επαινετός — φακωτός — ξαγρυπνισμένος — ελκώ — πεκούνια — ρωπικός — κατέσχον — στοιχειοθετώ — επιθωράκιος — κοσμοσώτειρα — ανθοστεφανωμένος — ανωφελής — στρήβω — αμαξοδρομία — εξορκίστρια — υδροστάθμη |
|||