|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανυφαντός? — — πείρα — δόλια — κατακριτέος — υδραργυρίαση — κόθρο — αιδεσιμώτατος — προθυμία — μολυβδογραφίς — ερυθρόδερμος — φούσκωση — αλβανικά — ολόασπρος — σφαλερός — διάμεσος — συμπερασματικός — αναπίνω — πιώμα — ρέ ! — ξεπουπούλλιασμα — μηδίζω — δεκαπλούς |
|||