Новогреческий словарь
διακριβωτήρας
διακριβωτήρας
(-ήρος) ο
эталон
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эталон
? —
διακριβωτήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
διακριβωτήρας
? — эталон
#
(ново)греческий словарь
—
πίεστρο
—
αποστηθίζω
—
λεχώνα
—
κυματόμετρο
—
ασβέστωση
—
τριήρης
—
διάζευγμο
—
καθαρεύουσα
—
ασημοχρύσαφα
—
φρόνημα
—
καρδιοχειρουργός
—
μελόπιτα
—
κατραμώνω
—
ηλιοκεντρικός
—
δραπέτευση
—
φουσκιάζω
—
βαϊόκλαδο
—
δεντρούλι
—
ψήνω
—
αυτοδιαψεύδομαι
—
πραξικοπημοτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве