|
ο ольха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ольха? — σκλήθρος как с (ново)греческого переводится слово σκλήθρος? — ольха — νυκτοφυλακή — αντίρραβδο — δεσποτικός — λύμφη — μεσοφόρι — ενδοσκόπιο — ευαισθητοποιός — ζητουλεύω — ξεκούτιασμα — δωσιλογισμός — σοσιαλίστρια — υπαρξιστικός — αχρηστεύω — τσισάκια — μπινιάρης — ασυναφής — αναλωθείς — μαγνησίτης — διαμοιβή — εφημερίδας — ψιδιάζω |
|||