|
полый, пустой; дуплистый (о дереве) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полый? — κουφωτός как на (ново)греческом будет слово пустой? — κουφωτός как на (ново)греческом будет слово дуплистый? — κουφωτός как с (ново)греческого переводится слово κουφωτός? — полый, пустой, дуплистый — παχουλούτσικος — αποπληρώνω — αφιλοξένητος — λαζαρέτο — μπόλια — εργοστάτης — απελπιστικός — ακροφιλότιμος — αλαχτάριστος — ανεβατός — εταιρικός — ευαισθητοποιούμαι — κερασύς — διαγνωστική — φιλόμοοσος — παλιανθρωπιά — εξελαύνω — μαστούρης — αδερφοδιώχτης — θυρόφυλλο — δαφνωτός |
|||