|
η 1) нежность; мягкость; 2) умиление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нежность? — τρυφερότητα как на (ново)греческом будет слово мягкость? — τρυφερότητα как на (ново)греческом будет слово умиление? — τρυφερότητα как с (ново)греческого переводится слово τρυφερότητα? — нежность, мягкость, умиление — εκφυλίζομαι — αυγάτισμα — κροκωτός — σαραβόλιασμα — επιπολαιότητα — παραλλαγμένος — ψευδοπάτωμα — μάγευμα — απογυμνίωνω — γαλήνεμός — πανούκλα — συμμόρφωση — εμβάπτιση — ήχθην — φλογότρεμος — υπερτρίχωση — εξαιρετικά — ομπρελλάδικο — γαντώνομαι — αυτοπερκρρόνηση — εχθρικός |
|||