|
η безводье; засуха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безводье? — ανυντριά как на (ново)греческом будет слово засуха? — ανυντριά как с (ново)греческого переводится слово ανυντριά? — безводье, засуха — σπεκουλαδόρος — αντρειότη — εκφόβηση — ασκεπτος — εφησυχάζω — καινός — καταχώρηση — απολυτοσκούτι — αλλαξοθρησκεία — προελληνικός — ρεβιθοκεφτές — τοπωνυμία — οικολογία — αντασφαλιστικός — μετρητός — ανταποδενκνύω — όχθριτα — οπισθοδρομώ — ξεφορμάρω — σαμαράκι — στιά |
|||