|
1) без; ~ καπέλλο — без головного убора; άνθρωπος ~ φιλότιμο — человек без совести; 2) : ~ νά... — без того(__,__) чтобы...; ~ νά κάμης τίποτε — ничего не делая, ничего не предпринимая; === ~ άλλο — непременно, обязательно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово без? — δίχως как с (ново)греческого переводится слово δίχως? — без — τρακτέρ — λατινάδικο — συγκεντρώνομαι — εμένα — διασωθείς — ειρήνη — ευσύνοπτος — σπορεύω — ψίχαλο — ακυρολεξία — πρέπων — φαγοκύτταρο — καπναποθήκη — νέκρωση — αρδευτής — ερυθρινος — χάρά — πρέσβυς — επανεκλογή — αστραχάς — ιδεογραφικός |
|||