|
омываемый двумя морями #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово омываемый двумя морями? — διθάλασσος как с (ново)греческого переводится слово διθάλασσος? — омываемый двумя морями — χρυσοφοράω — νερόφειδο — πουτσαράς — διαρρινώ — εξαρχής — επικρούω — κείθες — ασιάτης — scamnum — αχρεωστήτως — σταυροκόπημα — μυθολόγημα — στοματάς — ανακρίνω — ψευδαπόστολος — ανιχνευτικός — μητραλγία — αντιπαρατάσσομαι — ικεσία — πριτσινίζω — οχταήμερος |
|||