|
το племянник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово племянник? — αδελφοπαίδι как с (ново)греческого переводится слово αδελφοπαίδι? — племянник — πανταλονάκι — πορώδες — στρίβω — πληκτικός — ανυποστήρικτος — φούντωμα — διαχειμάζω — σαραντάμερο — βρομίζω — αρματολός — βρούχημα — ανταμικός — ηφαιστειακός — λεξικογράφος — διάγγελμα — ψιακάτης — αναλογίζομαι — αδελφοκτόνος — ηλεκτροφώτιστος — ατιμασμός — μεσίτρια |
|||