|
το 1) рвота; 2) рвотная масса #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рвота? — αναξεραστό как на (ново)греческом будет слово рвотная масса? — αναξεραστό как с (ново)греческого переводится слово αναξεραστό? — рвота, рвотная масса — επιδερμίδα — πιανίστας — δουλευταρού — ημίταγμα — υπερεθνικός — κατεπανάτο — γλυκολυπάμενος — ξεσαβουριάζω — ὠτακουστέω — αυτοκαλούμενος — βρωμόλογος — φίσκα — μονωτήρας — παρακελευστικός — πλεκτικός — μαμούρα — πρεσβύωψ — κλώστρια — ερχάμενος — αιμορροΐδα — στοιχειοθεσία |
|||