|
финансовый; экономический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово финансовый? — δημοσιονομικός как на (ново)греческом будет слово экономический? — δημοσιονομικός как с (ново)греческого переводится слово δημοσιονομικός? — финансовый, экономический — προτείχιση — εγκάλεσμα — αλλόφυλος — αποθαλασσώνω — ηλεκτροπαραγωγικός — ερμηνεύω — ξεσπιτώνομαι — εισαγγελία — ευχαριστημένος — συγγένεια — τσακίστρα — άπονος — μηχανικά — κλάρα — ανισοταχής — γερμός — γαρυφαλέλαιον — αποσταίνω — μακρός — απόδειξη — υδρόλυτος |
|||