|
αόρ. от γιγνώσκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έγνων? — — κοραλλιογενής — νεκροτόμος — αυτοκολασμός — γραφομηχανή — δουλογνώμων — ανακατατάσσομαι — δαγγειόπληκτος — πίπα — εκκίνηση — εκπνευση — επαναληπτικότητα — κύηση — ανεμογραφία — ακαταμάχητος — ανικανοποίητο — αγαπητικιά — πολυκόμματος — γεμιστής — μωρόσοφος — τυφλώττω — οστεοβλάστη |
|||