|
смех #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γέλιο? — — εγωίσταρος — απόμωρος — μεταδοτικός — φιαλοθήκη — αναμόχλευμα — ανοσολογικός — αντωνυμικώς — αψυχοπόνια — αχτιδωτός — τσιμπημένος — συνυπογράφω — υστερισμός — αναπωμαστήρας — λαδής — σκυλήσιος — κατώτερος — μυξιάζω — σκουληκομυρμηγκότρυπα — ψωρίαση — αυτόβαπτος — εκδημοκρατισμός |
|||