|
το кресло #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кресло? — φωτέϊγ как с (ново)греческого переводится слово φωτέϊγ? — кресло — τερπνός — γάστρωμα — φειδωλεύομσι — χειροκροτώ — γαϊδουρινός — κεντίζω — ανεχιά — κεντρόφυγος — δημοπράτης — αθηνιώτικος — σιγαρέττο — πιεζομετρία — φίλιππος — χειραμάξιον — αμφιρρέπω — κιρρός — ασθενώ — εμπεριέχω — δωδέκατος — τοκοχρεολυτικός — λαγόχειλο |
|||