|
ο прадед #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прадед? — δίσπαππος как с (ново)греческого переводится слово δίσπαππος? — прадед — ιδιωτεύω — αισχρολογώ — αλλοιόσχημος — συνήθειο — αντιδηλώνω — χοντροπόδαρος — παρέκκλιση — σφυγμογραφία — μίξη — μουσταρδιέρα — βλεννικός — σχισμένος — παράλλαξη — ισάζω — κώδων — ταίριασμα — ακατάπιοτος — αποβάμβακον — γεφυρόστρωση — απιλογιάζω — ανθέλαιον |
|||