|
ο фистула, свищ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фистула? — φίστουλας как на (ново)греческом будет слово свищ? — φίστουλας как с (ново)греческого переводится слово φίστουλας? — фистула, свищ — τρίδυμος — μισανοιχτός — μεγαμπέρ — γελέκος — Απριλομάης — αλατοφόρος — τερατογόνος — εκτόνωση — ανέκαθεν — αλμύρα — μακρυμάνικος — αυτομόρφωση — Αρτεσία — δρομόνι — περικνήμιον — γυρωτριγύρω — ξεφωνίζω — πήρωσις — μολογάω — κιθαρίστρια — μπολσεβικισμός |
|||