Новогреческий словарь
καλτσάτος
καλτσάτ|ος
мохноногий, с мохнатыми лапками
(о птицах)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мохноногий
? —
καλτσάτος
как на
(ново)греческом
будет слово
с мохнатыми лапками
? —
καλτσάτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλτσάτος
? — мохноногий, с мохнатыми лапками
#
(ново)греческий словарь
—
οργανώτρια
—
προαναφέρω
—
βροχίζω
—
σαλό
—
θρασύτητα
—
αναστορώ
—
μύδι
—
κατάρρευση
—
βαοβάβ
—
φεγγοβόλος
—
τραυματίζομαι
—
εμπειρία
—
συμβολική
—
καραβοτσάκισμα
—
λακκίτσα
—
σκληρέγχυμα
—
βενζόη
—
συγκλίνον
—
πεσιμιστικά
—
θωρακοπλαστική
—
άβυσσος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω