|
(-ήρος) ο цедилка; фильтр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цедилка? — ηθητήρας как на (ново)греческом будет слово фильтр? — ηθητήρας как с (ново)греческого переводится слово ηθητήρας? — цедилка, фильтр — βαρεμένος — παρανομα — πεζοπορία — τοξικολογία — επίμαχα — ξελασπώνομαι — αίσθηση — ενεμήθην — ανετή — ακροποταμιά — αναθυμούμαι — δευτεροετής — επάγω — ψυχή — ζέον — επίτιμος — γλωσσικός — ρουτινιέρικος — βολτετζάρω — ισομερισμός — μαυρομάλλης |
|||