Новогреческий словарь
αρματολικός
αρματολικός
ист.
относящийся к арматолам
(арматол - вооружённый грек, использовавшийся турками для охраны области, района)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к арматолам
? —
αρματολικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρματολικός
? — относящийся к арматолам
#
(ново)греческий словарь
—
αδικοκρένω
—
βορός
—
φρεναδόρος
—
γομμαλάκκα
—
ολάνοικτος
—
κυκλοτρόνιον
—
απληστος
—
γρατζουνάω
—
ελικοτομία
—
κηλίδα
—
βλαβερός
—
εκτύπωμα
—
κορακοζώητος
—
ελεφαντόδους
—
σερμπέτι
—
πρωθυπουργία
—
αλληλοδανείζομαι
—
Κυπρία
—
βεργολυγερή
—
γλυτώνω
—
πυκνόρρευστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω