Новогреческий словарь
συνέπηξα
συνέπηξα
αόρ. от συμπηγνύω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνέπηξα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
χουζούρεμα
—
απεισμάτωτος
—
κασερόπιτα
—
ολιγόστευμα
—
αιγαιοπελαγικός
—
αδιβόλητος
—
ψιψιρίζω
—
υμενικός
—
λέμβων
—
υπερασπίσιμος
—
τηγανιστός
—
αποστεγάζω
—
Γιούνης
—
σπογγάνθρακας
—
δυσαρμονικός
—
χειρομάχος
—
κομπογιαννίτισσα
—
κακό
—
μαμουρεύω
—
ξηροστομία
—
βουρλισιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве