|
η муз. мандола (старинный народный инструмент, похожий на большую мандолину) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мандола? — μαντόλα как с (ново)греческого переводится слово μαντόλα? — мандола — σιωνιστής — ανθηρός — ανολκεύς — ποδηλασία — αλαφροσύνη — νυχιά — στηθοδέρνομαι — παραλογισμός — σκράπ — αισθητά — σοσιαλδημοκράτης — πινακίδα — ασπρισμα — κακοκοιμάμαι — διαλανθάνω — ραδιοθεραπευτικός — γερανοφόρος — ανάπαυση — ώχου! — μπλέκομαι — αυτογένεσις |
|||