Новогреческий словарь
μαντόλα
μαντόλα
η муз.
мандола
(старинный народный инструмент, похожий на большую мандолину)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мандола
? —
μαντόλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαντόλα
? — мандола
#
(ново)греческий словарь
—
εισκομίζω
—
ταχυποδία
—
οκταπόδιον
—
αρπακτικός
—
επίρριψη
—
αρμολόγηση
—
συγκρητικός
—
οριζοντιότητα
—
ερωτάρικος
—
σβαρνάω
—
ουρανοξύστης
—
αρμακιάζω
—
οκτάπους
—
αχειρίδωτος
—
γεωπονική
—
γλωσσιάζω
—
ακορντεονίστρα
—
επιγραμματοποιός
—
ποικιλόχρωμος
—
απρονόητος
—
χαμπάρι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,