|
η 1) ветерок; θαλάσσια ~ — морской бриз; απόγεια ~ — ночной бриз; 2) мед. аура #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ветерок? — αύρα как на (ново)греческом будет слово аура? — αύρα как с (ново)греческого переводится слово αύρα? — ветерок, аура — ανεβολιάζω — βαρυγγωμώ — τυρόγαλο — εκτραχύνομαι — ανθρωπολόγος — νικέλωση — δημοσκόπηση — βεργιδαρσία — μηδενίστρια — μουσκεμένος — επιθυμία — κερματισμός — σαπωνοποιείο — εκατοντάδραχμος — μισοστρατίς — φουστίτσα — γυναικολογία — αμφιδετικός — σεκλέτι — τροφοδοσία — βληματοθήκη |
|||