|
ο прям., перен. карлик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карлик? — νάνος как с (ново)греческого переводится слово νάνος? — карлик — αυγουστιά — αλογονίδια — μαλλιοτραβώ — διασκευάστρια — αλαργεμένα — θεριό — παντέρημος — χωροθέτηση — τσιφλικούχος — χαρτζιλίκι — ραββίνος — τρυφεράδα — δόμνα — φαροφύλαξ — αγλωσσοφάγωτος — διατρέχω — προσθαφαίρεση — αιγάγρειος — απεμπολήση — εξαστράπτω — μελοδραματικά |
|||