|
(-εως) η отвод (воды) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отвод? — εποχέτευσις как с (ново)греческого переводится слово εποχέτευσις? — отвод — πάγκα — παραδίδομαι — ξεσκουντάω — ανακεφαλιά — αποκόπτω — φτωχοκάλυβο — αλωνιά — σιωνιστής — λεμφαδενίτιδα — αναχώνευση — πέλμα — αποστρατιωτικοποιημένος — ευζωία — καθαριότητα — νεκρικός — μείον — χαμογελαστά — εγκατοπτρίζομαι — Χριστιανός — προσμετρώ — φουχτίζω |
|||