|
αόρ. от στρέφομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εστράφην? — — ιερακιδεύς — δαμασκηνέα — διπλωματικός — βλάμισσα — διασκευάστρια — υαλίτης — ζωοτροφή — μονοήμερος — ξεσελλώνω — αγελαδήσιος — μύρομαι — ζαχαροπλάστης — ακρωμία — διεστάλην — ξαναδοκιμάζω — στιχουργώ — αστικός — απαράδεχτος — ξενομανία — επιπόλαιος — αιδήμων |
|||