|
дипл. уполномоченный; аккредитованный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уполномоченный? — διαπεπιστευμένος как на (ново)греческом будет слово аккредитованный? — διαπεπιστευμένος как с (ново)греческого переводится слово διαπεπιστευμένος? — уполномоченный, аккредитованный — μακριάθε — ειδεχθής — ολόψυχα — βιωσιμότητα — στάλα — καθεαυτό — ηγέτιδα — ερωτόλογα — κακοψημένος — εκδηλώνομαι — ατερμάτιστος — αναξιόπαθος — εκτραχηλίζομαι — ενάμισης — απαθανατίζω — απολυτοκρατία — μαυροπράσινος — δροσό — σωφρονιστικός — χαρατσώνω — παραλογώ |
|||