|
подтверждать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подтверждать? — αληθοποιώ как с (ново)греческого переводится слово αληθοποιώ? — подтверждать — βιοδιαθεσιμότητα — μαντρισμένος — άμπακας — βάιαλλος — μπακιρώνω — λουτρίς — σταμνί — ανώριμος — βολίζω — σκεμπέ — μπερδεμένος — αφιλοτίμητος — γλυκίζω — μιμική — κούνελλος — μαζωχτής — ευθαρσής — ηλεκτροσταθμός — ηδονολάτρης — διψαστικός — ανεξακρίβωτος |
|||