|
η эхо; отзвук, отголосок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эхо? — αντήχηση как на (ново)греческом будет слово отзвук? — αντήχηση как на (ново)греческом будет слово отголосок? — αντήχηση как с (ново)греческого переводится слово αντήχηση? — эхо, отзвук, отголосок — εμβολοφόρος — σποραδικότητα — υψούμαι — αφόρητα — περικλείω — σαράγι — υδροπλάνο — καταπολεμιέμαι — καρποφορώ — ασαράντιστος — μετεωρογράφος — σηπτικός — αναριωσύνη — πλέθρο — αφοπλιστικά — βερίκοκκο — μαντολινάτα — ιεραπόστολος — πλυμένος — φουσκιάζω — κακοτεχνία |
|||