|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άλικο? — — ηδύτητα — λυντσάρισμα — υπερδιεγερσιμότητα — ανύπνια — χάρά — αλεποτρίχης — επόχλευση — μπήζω — ανακλητήριον — άραθα — επανακαλώ — τυπώνω — μινουέττο — αμφίσημα — αρκουδοτόμαρο — υστερόβουλος — ψευδόστομα — ανέμελος — μολάρω — επιδόρπια — γαιανθρακεργάτης |
|||