|
океанографический; ~ό πλοίο — научно-исследовательское судно; ~ στόλος — научно-экспедиционный флот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово океанографический? — ωκεανογραφικός как с (ново)греческого переводится слово ωκεανογραφικός? — океанографический — ακρίβεια — οξυζενέ — αρραβώνιασμα — ηλίαση — αυθαίρετος — κραχ — αρίθμημα — επιγενόμενοι — εποπτεία — οικοδόμηση — δεσμός — ανθυποσμηναγός — χαλκόδετος — αναπλειστηριάζω — μπέμπελη — αθωότητα — διακινώ — ξωμερίτης — χωματουργικός — κάντιο — διαταραχή |
|||