ωκεανογραφικός

формы словаβ
ωκεανογραφικός
океанографический;
          ~ό πλοίο — научно-исследовательское судно;
          ~ στόλος — научно-экспедиционный флот



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово океанографический? — ωκεανογραφικός
как с (ново)греческого переводится слово ωκεανογραφικός? — океанографический


ακρίβειαοξυζενέαρραβώνιασμαηλίασηαυθαίρετοςκραχαρίθμημαεπιγενόμενοιεποπτείαοικοδόμησηδεσμόςανθυποσμηναγόςχαλκόδετοςαναπλειστηριάζωμπέμπεληαθωότηταδιακινώξωμερίτηςχωματουργικόςκάντιοδιαταραχή




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit