|
(-ηκος) ο муравей; мураш; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово муравей? — μύρμηξ как на (ново)греческом будет слово мураш? — μύρμηξ как с (ново)греческого переводится слово μύρμηξ? — муравей, мураш — γεραίρω — προτραπεζίτης — κεράστης — ιστιοφορώ — μαζωχτής — γελοιογραφώ — γαλατόσαρκος — τρικούβερτος — Λόντρα — βενζινάκατος — ετεροεθνής — κατακίτρινος — κεφαλαίος — ατριγύριγος — έννομος — ενδοσκόπηση — ποτίστρα — οντολογιστής — δυσμορφία — εφημερεύων — καλαμοπόδαρος |
|||