|
ο эмбарго (задержание имущества) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эмбарго? — ειργμός как с (ново)греческого переводится слово ειργμός? — эмбарго — αντανακλώ — ιατροδικαστίνα — νεφρίδιο — υλοζωία — μοιρολάτρης — ευωδιά — ψωμοζώ — ψυχοκτόνος — ζύγιασμα — κολπόρροια — μποουλάς — διχοτόμος — αστάλαχτος — σπαρταρίζω — κνίδωση — χαζίρι — κλυστήρι — διαγγέλλω — καλσόν — χώλ — διευθύντρια |
|||