βακτηριακός

формы словаβ
βακτηριακός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово βακτηριακός? —


δίκαιοανακατώνομαισίδηρομεταλλουργία προσωποληψίαανεξάνθιστοςλήξαςξετσίπωταΑργεντινόςαβόλετοςσαγηνευτικόςτρόφιμοςπροσκλίνωμορφολογίαλατομικόςσόλαδέσμηπιτσίλισμακαταμόσχευσιςψιλοκοσκίνισμαούτοςχρονοχρέωση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit