|
освободительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово освободительный? — ελκυθερωτικός как с (ново)греческого переводится слово ελκυθερωτικός? — освободительный — αδαμαντένιος — σκορπιός — αυτοτύφλωση — ροογράφος — ξεσκλαβώνω — επίκαυστος — ξερόκαμπος — σινικός — αδικαιολόγητα — λαγωνικό — συγχωρήσιμος — κατουρλιό — ξεκακίζω — χαλαλίζω — βούθουνας — εξύψωση — αργοφυσώ — ζαφειρόπετρα — πεισματοσύνη — διατρύπησις — οικογένεια |
|||