|
ж.р. вулканология #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вулканология? — ηφαιστειολογία как с (ново)греческого переводится слово ηφαιστειολογία? — вулканология — διαβατάρικος — πετροπόλεμος — αεριοποιώ — φρένες — ιάσιμος — ευδιάζω — αθέτησις — σκυροδετώ — αναπόδιασμα — άρεση — τορεύω — κατασχετήριον — καλημέρα — παπιγιόν — μπακαλιαράκι — εξήρθην — επικαίω — χασμώμαι — ντρόπιασμα — χρυσόξανθος — εκτεθηλυμένος |
|||