|
το колодка (для обуви) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колодка? — καλαπόδι как с (ново)греческого переводится слово καλαπόδι? — колодка — κλαψιάρικο — αβολεψιά — κάνθαρος — καρδιαγγειογραφία — χαλκογραφώ — αγρός — δημοπρόβλητος — πελλερίνα — σοκολατίνα — αρεστός — αρσίζικος — θυροκολλώ — κομμούνα — τρίβολος — φτίση — ανθοταξία — δαδοφορία — κατατρυπώμαι — αλεξίφλογος — αμφίκυρτος — μακάριος |
|||