|
ο имеющий пустой дом; неудачник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий пустой дом? — ερημοσπίτης как на (ново)греческом будет слово неудачник? — ερημοσπίτης как с (ново)греческого переводится слово ερημοσπίτης? — имеющий пустой дом, неудачник — σαρακοφάγωμα — ψαρονέφρι — ξυλόσομπα — λιανικίός — καθούμενος — βυρσοδεψικός — στρατοπεδεία — αυθορμητισμός — ξεχώνω — γλυκοκοίταγμα — απομυξιάζομαι — αμυλίνη — ρυπαρογράφημα — καταλαλιά — εξάπλωση — γνεθολογώ — συμφιλιώ — ανάπλους — καρατάρω — σύλληψη — αρλουμποειδής |
|||