|
поражённый пиритом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поражённый пиритом? — υπεριτόπληκτος как с (ново)греческого переводится слово υπεριτόπληκτος? — поражённый пиритом — τετράεδρος — υπερκεφαλαιοκρατισμός — καταφρονώ — βληματοθήκη — λάφυρο — χαλνώ — θημωνιάζω — τετραθέσιος — απανώγραμμα — αρμενιστί — βαλτότοπος — υποδειγματικός — ακόμη — νυχιά — φτύσιμο — απανθράκωση — επανεξετάζω — κοντυλογραμμένος — αναπαριστάνω — ξέσις — εύρυνση |
|||