|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παλαιοκομματικός? — — ελίσσω — μετρίασμα — γερμός — φλογαγωγός — εικοσιπεντάρικο — χασκαρίζω — σφυρήλατος — εμπυριοθήκη — ανθρακεργάτης — δάνειος — εμπλάστρωμα — πλατειασμός — ακαγος — δίγλωσσος — γαμιάς — καμινάρης — απαστράπτω — νιονιό — συζυγικός — μηχανοποίητος — ιχνεύω |
|||