|
имеющий два угла #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий два угла? — δίκωχος как с (ново)греческого переводится слово δίκωχος? — имеющий два угла — κατσαρολάκι — ρουμάνι — χαρτονόμισμα — λογχοφόρος — χαροκοπώ — λάλος — ακατάπιαστος — βάθια — βραχυγραφία — βουβαλοτόμαρο — προβατώδης — κρόκη — φημίζω — φιλομάθεια — τρόφιμος — γκέκας — κατάξαφνα — δωδέκατη — εικοσαπλάσιος — μπαγιάτικος — ματοκυλισιά |
|||