|
ο (мукомольная) мельница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мельница? — αλευρόμυλος как с (ново)греческого переводится слово αλευρόμυλος? — мельница — σεριφικός — οσφραντικός — γεώτρηση — βεβαιώνω — μελανείμων — τάγγη — ανυψωτικός — σκλάβα — ξέχωμα — αποκαθαρτήρας — μεθυλαλκοόλη — εισελαύνω — αιθεροβάμων — μετριαστικός — τσεκουράτος — εμπορομεσίτης — ίσος — πρόγνωση — αλτρουισμός — πεσιμιστικά — αποθέτης |
|||