|
амальгамный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово амальгамный? — αμαλγαματικός как с (ново)греческого переводится слово αμαλγαματικός? — амальгамный — γυροσκοπικός — πολυουρία — μικρογραφία — διακηρύττω — ωκυποδία — ανάκρεμος — αφόπλιση — κάπα — αξιοχρεωσύνη — λάξευμα — λοξυγγιάζω — αυλάκωση — γλυτώνω — ευθυμώ — στενάζω — λαγούσα — εψητός — προσημείωση — σεμνά — ψοφολογώ — χορταίνω |
|||