βαθμολογικός

формы словаβ
βαθμολογικός
оценочный;
          βαθμολογικός πίνακας — турнирная таблица



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово оценочный? — βαθμολογικός
как с (ново)греческого переводится слово βαθμολογικός? — оценочный


θεοφώτιστοςδέωμονταδόροςγκεζερζωημιαναισθησίαθαλασσόφυταμαντρισμένοςκακομοιριασμένοςγκλιγκλίζωμεταλλοποίησηπονόδοντοςπρωτεργάτηςμέτωποδιαφθορείοπαραφύλαγμακοραλλιοθήραςκοφτερόςαγιοποιούμαιμελισσοκομικόςΧερουβίμπροοιμιάζομαι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit