|
оценочный; βαθμολογικός πίνακας — турнирная таблица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оценочный? — βαθμολογικός как с (ново)греческого переводится слово βαθμολογικός? — оценочный — θεοφώτιστος — δέω — μονταδόρος — γκεζερζω — ημιαναισθησία — θαλασσόφυτα — μαντρισμένος — κακομοιριασμένος — γκλιγκλίζω — μεταλλοποίηση — πονόδοντος — πρωτεργάτης — μέτωπο — διαφθορείο — παραφύλαγμα — κοραλλιοθήρας — κοφτερός — αγιοποιούμαι — μελισσοκομικός — Χερουβίμ — προοιμιάζομαι |
|||